Greek Meaning of waned
μειώθηκε
Other Greek words related to μειώθηκε
- μειωμένος
- ελαττωμένος
- υποχώρησε
- έπεσε
- εξαφανίστηκε
- υποχώρησε
- μειώθηκε
- αρνήθηκε
- συρρικνώθηκε
- ανακουφισμένος
- εξατμισμένος
- λιγότερο
- αφήνω κάτι
- μειωμένος
- μέτριος
- Ξεθώριασε
- υποχώρησε
- ενέδωσε
- εστάλη
- συρρικνώθηκε
- συρρικνώθηκε
- Κωνικός
- εξασθενημένος
- πέθανε (μακριά ή κάτω ή έξω)
- Αποστραγγισμένες (μακριά)
- έριξε (έξω)
- έπεσε
- σταδιακά μειωμένο
- ανακουφισμένο
- συμπιεσμένος
- στενός
- συμφωνημένο
- επισημασμένο
- χαλαρός
- βούλιαξε
- χαλάρωσε
- βυθισμένο
- κατέρρευσε
- Συμπυκνωμένο
- αποκλιμακωμένο
- ξεθωριασμένος (μακριά)
- σπαταλημένο (μακριά)
- έδωσε
- λιωμένο(ς) (μακριά)
- εξαντλημένος
- σταδιακά μειωμένο
- Σιδερωμένος (κάτω)
- Κρεμασμένο (κάτω)
- Mειωμένη (προς τα κάτω)
- μειωμένος (μειώθηκε)
Nearest Words of waned
Definitions and Meaning of waned in English
waned (imp. & p. p.)
of Wane
FAQs About the word waned
μειώθηκε
of Wane
μειωμένος,ελαττωμένος,υποχώρησε,έπεσε,εξαφανίστηκε,υποχώρησε,μειώθηκε,αρνήθηκε,συρρικνώθηκε,ανακουφισμένος
συσσωρευμένος,εμφανίστηκε,κατασκευασμένο,εμφανίστηκε,διευρυμένο,επεκταθεί,μεγάλωσε,αυξημένος,εντατικοποιημένος,τοποθετημένος
wane => μειώνομαι, wandy => wandy, wandflower => Χρυσόβεργα, wanderoo => Ουαντερού, wanderment => Περιπλάνηση,