Greek Meaning of alleviated
ανακουφισμένο
Other Greek words related to ανακουφισμένο
- οξύς
- επιβαρυντική
- Πρησμένος
- συμπυκνωμένος
- βαθύς
- φοβερός
- οδυνηρός
- εξαίσιος
- φοβισμένος
- Άγριος
- άγριος
- τρομερός
- θυμωμένος
- φρικτός
- σκληρός
- βαρύς
- έντονο
- εντατικός
- απότομος
- βαθύς
- φοβερός
- βίαιη
- κακός
- τονισμένη
- παντοδύναμος
- deepened
- βελτιωμένο
- φοβερός
- βαρύς
- εντατικοποιημένος
- Μεγεθυσμένη
- επονείδιστος
- τονισμένος
- ενισχυμένο
Nearest Words of alleviated
- alleviate => ανακουφίζω
- alleviant => ανακουφιστικός
- allerion => αλεριόν
- allergy diet => Διαιτολόγιο για αλλεργίες
- allergy => Αλλεργία
- allergology => Αλλεργιολογία
- allergist => Αλλεργιολόγος
- allergic rhinitis => Αλλεργική ρινίτιδα
- allergic reaction => Αλλεργική αντίδραση
- allergic eczema => αλλεργικό έκζεμα
Definitions and Meaning of alleviated in English
alleviated (s)
(of pain or sorrow) made easier to bear
alleviated (imp. & p. p.)
of Alleviate
FAQs About the word alleviated
ανακουφισμένο
(of pain or sorrow) made easier to bearof Alleviate
μειωμένος,ελαττωμένος,ανακουφισμένος,μειωμένη,μειώθηκε,λιγότερο,φωτισμένος,μέτριος,κατάλληλος,ήρεμος
οξύς,επιβαρυντική,Πρησμένος,συμπυκνωμένος,βαθύς,φοβερός,οδυνηρός,εξαίσιος,φοβισμένος,Άγριος
alleviate => ανακουφίζω, alleviant => ανακουφιστικός, allerion => αλεριόν, allergy diet => Διαιτολόγιο για αλλεργίες, allergy => Αλλεργία,