Greek Meaning of intense
έντονο
Other Greek words related to έντονο
- βαθύς
- Άγριος
- άγριος
- θυμωμένος
- εντατικός
- φοβερός
- οξύς
- Πρησμένος
- φοβερός
- οδυνηρός
- εξαίσιος
- φοβισμένος
- φοβερός
- τρομερός
- φρικτός
- σκληρός
- βαρύς
- βαρύς
- εντατικοποιημένος
- απότομος
- βαθύς
- βίαιη
- κακός
- τονισμένη
- επιβαρυντική
- παντοδύναμος
- συμπυκνωμένος
- deepened
- τονισμένος
- βελτιωμένο
- εξαντλητικός
- σκληρός
- ενισχυμένο
- Μεγεθυσμένη
- αυστηρός
- σοβαρός
- αγχωμένος
- εμπεριστατωμένος
- επονείδιστος
Nearest Words of intense
Definitions and Meaning of intense in English
intense (a)
possessing or displaying a distinctive feature to a heightened degree
intense (s)
extremely sharp or severe
(of color) having the highest saturation
intense (a.)
Strained; tightly drawn; kept on the stretch; strict; very close or earnest; as, intense study or application; intense thought.
Extreme in degree; excessive; immoderate; as: (a) Ardent; fervent; as, intense heat. (b) Keen; biting; as, intense cold. (c) Vehement; earnest; exceedingly strong; as, intense passion or hate. (d) Very severe; violent; as, intense pain or anguish. (e) Deep; strong; brilliant; as, intense color or light.
FAQs About the word intense
έντονο
possessing or displaying a distinctive feature to a heightened degree, extremely sharp or severe, (of color) having the highest saturationStrained; tightly draw
βαθύς,Άγριος,άγριος,θυμωμένος,εντατικός,φοβερός,οξύς,Πρησμένος,φοβερός,οδυνηρός
Ασθενής,φως,μέτριος,μαλακός,επιφανειακός,Αδύναμος,μειωμένος,ανακουφισμένος,μέτριος,κατάλληλος
intensative => εντατικός, intensation => εντατικοποίηση, intensating => Εντατικός, intensated => έντονος, intensate => έντονος,