Greek Meaning of exquisite
εξαίσιος
Other Greek words related to εξαίσιος
- βαθύς
- Άγριος
- άγριος
- θυμωμένος
- έντονο
- εντατικός
- βαθύς
- φοβερός
- οξύς
- παντοδύναμος
- Πρησμένος
- φοβερός
- οδυνηρός
- φοβισμένος
- φοβερός
- τρομερός
- φρικτός
- σκληρός
- βαρύς
- βαρύς
- εντατικοποιημένος
- απότομος
- βίαιη
- κακός
- τονισμένη
- επιβαρυντική
- συμπυκνωμένος
- deepened
- τονισμένος
- βελτιωμένο
- εξαντλητικός
- σκληρός
- ενισχυμένο
- Μεγεθυσμένη
- αυστηρός
- σοβαρός
- αγχωμένος
- εμπεριστατωμένος
- επονείδιστος
Nearest Words of exquisite
Definitions and Meaning of exquisite in English
exquisite (s)
intense or sharp
lavishly elegant and refined
delicately beautiful
of extreme beauty
exquisite (a.)
Carefully selected or sought out; hence, of distinguishing and surpassing quality; exceedingly nice; delightfully excellent; giving rare satisfaction; as, exquisite workmanship.
Exceeding; extreme; keen; -- used in a bad or a good sense; as, exquisite pain or pleasure.
Of delicate perception or close and accurate discrimination; not easy to satisfy; exact; nice; fastidious; as, exquisite judgment, taste, or discernment.
exquisite (n.)
One who manifests an exquisite attention to external appearance; one who is overnice in dress or ornament; a fop; a dandy.
FAQs About the word exquisite
εξαίσιος
intense or sharp, lavishly elegant and refined, delicately beautiful, of extreme beautyCarefully selected or sought out; hence, of distinguishing and surpassing
βαθύς,Άγριος,άγριος,θυμωμένος,έντονο,εντατικός,βαθύς,φοβερός,οξύς,παντοδύναμος
Ασθενής,φως,μέτριος,μαλακός,επιφανειακός,Αδύναμος,μειωμένος,κατάλληλος,ρηχό,ελαττωμένος
exquire => διερευνώ, expurge => καθαρίζω, expurgatory => εξαγνιστικός, expurgatorious => εξαγνιστικός, expurgatorial => εκκαθαριστικός,