Greek Meaning of heightened
ενισχυμένο
Other Greek words related to ενισχυμένο
Nearest Words of heightened
Definitions and Meaning of heightened in English
heightened (imp. & p. p.)
of Heighten
FAQs About the word heightened
ενισχυμένο
of Heighten
Υψηλός,υψηλός,αυξημένος,κλιμακωθείς,ανυψωμένο,πάνω,ακραίο,γεμάτος,φουσκωμένο,ανεβασμένο (πάνω)
μειωμένος,κάτω,Χαμηλός,καταθλιπτικός,έπεσε,κάτω από,νοκντάουν,υποχώρησε
heighten => αυξάνω, height => ύψος, heigh-ho => Χαι-χο, heifer => δαμάλι, heidelberg man => Άνθρωπος της Χαϊδελβέργης,