Greek Meaning of heightening
Ύψος
Other Greek words related to Ύψος
- πρόοδος
- βελτίωση
- ενισχύω
- βελτίωση
- αύξηση
- ενδυνάμωση
- αύξηση
- αύξηση
- άνοδος
- πρόοδος
- βελτίωση
- ανακάλυψη
- ανάπτυξη
- διδαχή
- εκπαίδευση
- Εκπόνηση
- Διαφωτισμός
- εξέλιξη
- επέκταση
- εγκυμοσύνη
- ανάπτυξη
- ωρίμανση
- Βελτίωση
- τελειότητα
- Κβαντικό άλμα
- εκλέπτυνση
- Αναβίωση
- Ώριμανση
- Αναβάθμιση
- ανοδική τάση
- πολιτισμός
- ανακάλυψη
- βρίσκω
- καινοτομία
- Αναγέννηση
- αναγέννηση
- απροσδόκητο κέρδος
- κατανομή
- κατάρρευση
- σύγκρουση
- παρακμή
- πτώση
- Μείωση
- επιδείνωση
- αποτυχημένος
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- μείωση
- μείωση
- βύθιση
- εξασθένιση
- Επιδεινώνοντας
- παρακμή
- κλίση
- εκφυλισμός
- κατάβαση
- ζημία
- μείωση
- Υποβιβασμός
- μειονέκτημα
- χαλαρούσε
- ανικανότητα
- λάθος
- μειονέκτημα
- επιβράδυνση
- σκόπελος
- αναπηρία
- άμπωτης
- σφάλμα
- Αδυναμία
- οπισθοχώρηση
Nearest Words of heightening
Definitions and Meaning of heightening in English
heightening (s)
reaching a higher intensity
heightening (p. pr. & vb. n.)
of Heighten
FAQs About the word heightening
Ύψος
reaching a higher intensityof Heighten
πρόοδος,βελτίωση,ενισχύω,βελτίωση,αύξηση,ενδυνάμωση,αύξηση,αύξηση,άνοδος,πρόοδος
κατανομή,κατάρρευση,σύγκρουση,παρακμή,πτώση,Μείωση,επιδείνωση,αποτυχημένος,εμπόδιο,εμπόδιο
heightener => ενισχυτικό, heightened => ενισχυμένο, heighten => αυξάνω, height => ύψος, heigh-ho => Χαι-χο,