Greek Meaning of hindrance
εμπόδιο
Other Greek words related to εμπόδιο
- Ντροπή
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- Φράγμα
- Βάρος
- αλυσίδα
- περιορισμός
- αποτρεπτικός
- βάρος
- αναπηρία
- εμπόδιο
- Αναστολή
- παρεμβολή
- αφήνω
- σταματάω
- δεσμά
- σύλληψη
- βαλκ
- μπάρα
- bit
- μπλοκ
- αποκλεισμός
- Αποκλεισμός
- Φρένο
- aρπάζω
- απόφραξη
- κράμπα
- στένωμα
- Πεζοδρόμιο
- κίνδυνος
- καθυστέρηση
- δυσκολία
- Μειονέκτημα
- σύρετε
- μειονέκτημα
- Εμπάργκο
- δεσμός
- δυσκολία
- κίνδυνος
- εμπόδιο
- Λαγκάς
- κράτημα
- Φόρτωμα
- χειροπέδες
- κίνδυνος
- ηνία
- συγκράτηση
- Τρίβω
- κόμπος
- περίπτερο
- Πέτρινος τοίχος
- διακοπή
- σκόπελος
- δίχτυ
- Τοίχος από τούβλα
Nearest Words of hindrance
- hindshank => Πίσω μπούτι
- hindsight => αναδρομική ματιά
- hindu => ινδουιστής
- hindu calendar => Ινδουιστικό ημερολόγιο
- hindu calendar month => Μήνας του ινδουιστικού ημερολογίου
- hindu deity => Ινδουιστική θεότητα
- hindu kush => Ινδοκούς
- hindu kush mountains => Ινδουκούς
- hindu numeral => Ινδικός αριθμός
- hindu, calendar => Ινδουιστικό ημερολόγιο
Definitions and Meaning of hindrance in English
hindrance (n)
something immaterial that interferes with or delays action or progress
any obstruction that impedes or is burdensome
the act of hindering or obstructing or impeding
hindrance (v. t.)
The act of hindering, or the state of being hindered.
That which hinders; an impediment.
FAQs About the word hindrance
εμπόδιο
something immaterial that interferes with or delays action or progress, any obstruction that impedes or is burdensome, the act of hindering or obstructing or im
Ντροπή,εμπόδιο,εμπόδιο,εμπόδιο,Φράγμα,Βάρος,αλυσίδα,περιορισμός,αποτρεπτικός,βάρος
πλεονέκτημα,βοήθεια,βοήθεια,όφελος,καταλύτης,ώθηση,κίνητρο,σπιρούνι,ερέθισμα,Σπάω
hindquarters => οπίσθια, hindquarter => οπίσθια κνήμη, hindostani => χίντι, hindoostani => хίντι, hindoostanee => Χίντι,