Greek Meaning of hurdle
εμπόδιο
Other Greek words related to εμπόδιο
- Φράγμα
- εμπόδιο
- μπλοκ
- Βάρος
- αλυσίδα
- αποτρεπτικός
- Ντροπή
- βάρος
- αναπηρία
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- Αναστολή
- παρεμβολή
- αφήνω
- εμπόδιο
- σύλληψη
- βαλκ
- μπάρα
- bit
- αποκλεισμός
- Αποκλεισμός
- Φρένο
- aρπάζω
- απόφραξη
- περιορισμός
- κράμπα
- στένωμα
- Πεζοδρόμιο
- κίνδυνος
- καθυστέρηση
- δυσκολία
- Μειονέκτημα
- σύρετε
- μειονέκτημα
- Εμπάργκο
- δεσμός
- δυσκολία
- κίνδυνος
- εμπόδιο
- κράτημα
- Φόρτωμα
- χειροπέδες
- κίνδυνος
- ηνία
- συγκράτηση
- Τρίβω
- κόμπος
- περίπτερο
- Πέτρινος τοίχος
- σταματάω
- διακοπή
- σκόπελος
- δίχτυ
- Τοίχος από τούβλα
- δεσμά
Nearest Words of hurdle
Definitions and Meaning of hurdle in English
hurdle (n)
a light movable barrier that competitors must leap over in certain races
an obstacle that you are expected to overcome
the act of jumping over an obstacle
hurdle (v)
jump a hurdle
hurdle (n.)
A movable frame of wattled twigs, osiers, or withes and stakes, or sometimes of iron, used for inclosing land, for folding sheep and cattle, for gates, etc.; also, in fortification, used as revetments, and for other purposes.
In England, a sled or crate on which criminals were formerly drawn to the place of execution.
An artificial barrier, variously constructed, over which men or horses leap in a race.
hurdle (v. t.)
To hedge, cover, make, or inclose with hurdles.
FAQs About the word hurdle
εμπόδιο
a light movable barrier that competitors must leap over in certain races, an obstacle that you are expected to overcome, the act of jumping over an obstacle, ju
Φράγμα,εμπόδιο,μπλοκ,Βάρος,αλυσίδα,αποτρεπτικός,Ντροπή,βάρος,αναπηρία,εμπόδιο
πλεονέκτημα,καταλύτης,ακμή,ώθηση,κίνητρο,σπιρούνι,ερέθισμα,βοήθεια,βοήθεια,όφελος
hurden => εμπόδια, hupa => Χούπα, huon pine => Pinus huonensis, huntsville => Χάντσβιλ, hunt's-up => κυνήγι,