Greek Meaning of inhibition
Αναστολή
Other Greek words related to Αναστολή
- Πειθαρχία
- καταστολή
- συγκράτηση
- καταστολή
- Ψυχραιμία
- περιορισμός
- Διακριτικότητα
- αποχή
- εφεδρεία
- Αυτοέλεγχος
- Αυτοσυγκράτηση
- αποξένωση
- ντροπαλότητα
- εντολή
- Εγκράτεια
- έλεγχος
- αποκόλληση
- απόσταση
- κυριαρχία
- σεμνότητα
- κατοχή
- εχεμύθεια
- αυτολογοκρισία
- αυτοέλεγχος
- αυτονομία
- Αυταπάρνηση
- Αυτοπειθαρχία
- Αυτοδιοίκηση
- αυτοκυριαρχία
- αυτοπειθαρχία
- ψυχραιμία
- δειλία
- σιωπή
- σιωπηλότητα
- θα
- θέληση
Nearest Words of inhibition
Definitions and Meaning of inhibition in English
inhibition (n)
(psychology) the conscious exclusion of unacceptable thoughts or desires
the quality of being inhibited
(physiology) the process whereby nerves can retard or prevent the functioning of an organ or part
the action of prohibiting or inhibiting or forbidding (or an instance thereof)
inhibition (n.)
The act of inhibiting, or the state of being inhibited; restraint; prohibition; embargo.
A stopping or checking of an already present action; a restraining of the function of an organ, or an agent, as a digestive fluid or ferment, etc.; as, the inhibition of the respiratory center by the pneumogastric nerve; the inhibition of reflexes, etc.
A writ from a higher court forbidding an inferior judge from further proceedings in a cause before; esp., a writ issuing from a higher ecclesiastical court to an inferior one, on appeal.
FAQs About the word inhibition
Αναστολή
(psychology) the conscious exclusion of unacceptable thoughts or desires, the quality of being inhibited, (physiology) the process whereby nerves can retard or
Πειθαρχία,καταστολή,συγκράτηση,καταστολή,Ψυχραιμία,περιορισμός,Διακριτικότητα,αποχή,εφεδρεία,Αυτοέλεγχος
Αποαναστολή,ικανοποίηση,Ακράτεια,ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,επιείκεια,Υπερβολή,απεριόριστος,Ανεξέλεγκτο
inhibiting => ανασταλτικός, inhibited => ανασταλμένος, inhibit => αναστέλλω, inhiation => Εισπνοή, inhesion => έμφυση,