FAQs About the word inhibitor

αναστολέας

a substance that retards or stops an activityThat which causes inhibitory action; esp., an inhibitory nerve.

περιορισμός,Ευθύνη,εμπόδιο,εμπόδιο,συγκράτηση,Πνιγμό,Μειονέκτημα,μειονέκτημα,βάρος,εμπόδιο

πλεονέκτημα,βοήθεια,περιουσιακό στοιχείο,όφελος,βοήθεια,δώρο,χέρι,ασανσέρ,υποστήριξη,τονωτικό

inhibition => Αναστολή, inhibiting => ανασταλτικός, inhibited => ανασταλμένος, inhibit => αναστέλλω, inhiation => Εισπνοή,