Greek Meaning of constraint
περιορισμός
Other Greek words related to περιορισμός
- Πειθαρχία
- Αναστολή
- καταστολή
- συγκράτηση
- καταστολή
- Ψυχραιμία
- Διακριτικότητα
- αποχή
- εφεδρεία
- Αυτοέλεγχος
- Αυτοσυγκράτηση
- αποξένωση
- ντροπαλότητα
- εντολή
- Εγκράτεια
- έλεγχος
- απόσταση
- κυριαρχία
- σεμνότητα
- κατοχή
- εχεμύθεια
- αυτολογοκρισία
- αυτοέλεγχος
- αυτονομία
- Αυταπάρνηση
- Αυτοπειθαρχία
- Αυτοδιοίκηση
- αυτοκυριαρχία
- δειλία
- σιωπή
- σιωπηλότητα
- θα
- θέληση
Nearest Words of constraint
- constraining => περιοριστική
- constrainedly => Περιοριστικά
- constrained => περιορισμένος
- constrain => περιορίζω
- constitutive => συνιστατικό
- constitutionally => Συνταγματικά
- constitutionalize => συνταγματικοποιώ
- constitutionalist => Συνταγματιστής
- constitutionalism => Συνταγματισμός
- constitutionalise => συνταγματικοποιώ
Definitions and Meaning of constraint in English
constraint (n)
the state of being physically constrained
a device that retards something's motion
the act of constraining; the threat or use of force to control the thoughts or behavior of others
FAQs About the word constraint
περιορισμός
the state of being physically constrained, a device that retards something's motion, the act of constraining; the threat or use of force to control the thoughts
Πειθαρχία,Αναστολή,καταστολή,συγκράτηση,καταστολή,Ψυχραιμία,Διακριτικότητα,αποχή,εφεδρεία,Αυτοέλεγχος
Αποαναστολή,ικανοποίηση,Ακράτεια,επιείκεια,απεριόριστος,ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,Υπερβολή,Ανεξέλεγκτο
constraining => περιοριστική, constrainedly => Περιοριστικά, constrained => περιορισμένος, constrain => περιορίζω, constitutive => συνιστατικό,