Greek Meaning of constringe

συστέλλω

Other Greek words related to συστέλλω

Definitions and Meaning of constringe in English

Wordnet

constringe (v)

become tight or as if tight

FAQs About the word constringe

συστέλλω

become tight or as if tight

συμπιέζω,πυκνώνω,στενεύω (προς τα κάτω),πιέζω,Βράζω,κάψουλα,εγκλωβίζω,κατάρρευση,συμπαγής,ενοποίηση

αποσυμπιέζω,επεκτείνω,ανοιχτό,απλωμένος,διαστέλλομαι,διασπείρω,διαλύω,φουσκώνω,εκτείνω,διασκορπίζω

constrictor constrictor => βόας, constrictor => Φίδι που στραγγαλίζει, constrictive => συσταλτικό, constriction => στένωση, constricting => στενεύον,