Greek Meaning of construction worker
Οικοδόμος
Other Greek words related to Οικοδόμος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of construction worker
- constructive => εποικοδομητικός
- constructive breach => ουσιώδης παραβίαση
- constructive eviction => Εποικοδομητική αποβολή
- constructive fraud => Εποικοδομητική απάτη
- constructive metabolism => Κατασκευαστικός μεταβολισμός
- constructive possession => εποικοδομητική κατοχή
- constructive trust => Αναπιστευτικός διάταξης εμπιστοσύνης
- constructively => εποικοδομητικά
- constructive-metabolic => Κατασκευαστικό-μεταβολικό
- constructiveness => εποικοδομητικότητα
Definitions and Meaning of construction worker in English
construction worker (n)
a worker skilled in building offices or dwellings etc.
FAQs About the word construction worker
Οικοδόμος
a worker skilled in building offices or dwellings etc.
No synonyms found.
No antonyms found.
construction paper => χαρτομαντίλι, construction industry => κατασκευαστικός κλάδος, construction => κατασκευή, construct => κατασκευή, construal => ερμηνεία,