Greek Meaning of constructive metabolism
Κατασκευαστικός μεταβολισμός
Other Greek words related to Κατασκευαστικός μεταβολισμός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of constructive metabolism
- constructive fraud => Εποικοδομητική απάτη
- constructive eviction => Εποικοδομητική αποβολή
- constructive breach => ουσιώδης παραβίαση
- constructive => εποικοδομητικός
- construction worker => Οικοδόμος
- construction paper => χαρτομαντίλι
- construction industry => κατασκευαστικός κλάδος
- construction => κατασκευή
- construct => κατασκευή
- construal => ερμηνεία
- constructive possession => εποικοδομητική κατοχή
- constructive trust => Αναπιστευτικός διάταξης εμπιστοσύνης
- constructively => εποικοδομητικά
- constructive-metabolic => Κατασκευαστικό-μεταβολικό
- constructiveness => εποικοδομητικότητα
- constructivism => κατασκευαστισμός
- constructivist => κατασκευαστής
- constructor => κατασκευαστής
- construe => ερμηνεύω
- construe with => ερμηνεύω με
Definitions and Meaning of constructive metabolism in English
constructive metabolism (n)
the synthesis in living organisms of more complex substances (e.g., living tissue) from simpler ones together with the storage of energy
FAQs About the word constructive metabolism
Κατασκευαστικός μεταβολισμός
the synthesis in living organisms of more complex substances (e.g., living tissue) from simpler ones together with the storage of energy
No synonyms found.
No antonyms found.
constructive fraud => Εποικοδομητική απάτη, constructive eviction => Εποικοδομητική αποβολή, constructive breach => ουσιώδης παραβίαση, constructive => εποικοδομητικός, construction worker => Οικοδόμος,