Greek Meaning of constructive possession
εποικοδομητική κατοχή
Other Greek words related to εποικοδομητική κατοχή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of constructive possession
- constructive metabolism => Κατασκευαστικός μεταβολισμός
- constructive fraud => Εποικοδομητική απάτη
- constructive eviction => Εποικοδομητική αποβολή
- constructive breach => ουσιώδης παραβίαση
- constructive => εποικοδομητικός
- construction worker => Οικοδόμος
- construction paper => χαρτομαντίλι
- construction industry => κατασκευαστικός κλάδος
- construction => κατασκευή
- construct => κατασκευή
- constructive trust => Αναπιστευτικός διάταξης εμπιστοσύνης
- constructively => εποικοδομητικά
- constructive-metabolic => Κατασκευαστικό-μεταβολικό
- constructiveness => εποικοδομητικότητα
- constructivism => κατασκευαστισμός
- constructivist => κατασκευαστής
- constructor => κατασκευαστής
- construe => ερμηνεύω
- construe with => ερμηνεύω με
- consubstantial => Ομοούσιος
Definitions and Meaning of constructive possession in English
constructive possession (n)
(law) having the power and intention to have and control property but without direct control or actual presence upon it
FAQs About the word constructive possession
εποικοδομητική κατοχή
(law) having the power and intention to have and control property but without direct control or actual presence upon it
No synonyms found.
No antonyms found.
constructive metabolism => Κατασκευαστικός μεταβολισμός, constructive fraud => Εποικοδομητική απάτη, constructive eviction => Εποικοδομητική αποβολή, constructive breach => ουσιώδης παραβίαση, constructive => εποικοδομητικός,