Greek Meaning of constructivism
κατασκευαστισμός
Other Greek words related to κατασκευαστισμός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of constructivism
- constructiveness => εποικοδομητικότητα
- constructive-metabolic => Κατασκευαστικό-μεταβολικό
- constructively => εποικοδομητικά
- constructive trust => Αναπιστευτικός διάταξης εμπιστοσύνης
- constructive possession => εποικοδομητική κατοχή
- constructive metabolism => Κατασκευαστικός μεταβολισμός
- constructive fraud => Εποικοδομητική απάτη
- constructive eviction => Εποικοδομητική αποβολή
- constructive breach => ουσιώδης παραβίαση
- constructive => εποικοδομητικός
Definitions and Meaning of constructivism in English
constructivism (n)
an abstractionist artistic movement in Russia after World War I; industrial materials were used to construct nonrepresentational objects
FAQs About the word constructivism
κατασκευαστισμός
an abstractionist artistic movement in Russia after World War I; industrial materials were used to construct nonrepresentational objects
No synonyms found.
No antonyms found.
constructiveness => εποικοδομητικότητα, constructive-metabolic => Κατασκευαστικό-μεταβολικό, constructively => εποικοδομητικά, constructive trust => Αναπιστευτικός διάταξης εμπιστοσύνης, constructive possession => εποικοδομητική κατοχή,