Greek Meaning of constrictor
Φίδι που στραγγαλίζει
Other Greek words related to Φίδι που στραγγαλίζει
- οχιά
- Ανάκοντα
- ασπίδα
- Μπόα
- Μπούσμαστερ
- κόμπρα
- Χαλκοκεφαλή
- Κόμπρα
- μπάμπου
- python
- κροταλίας
- Μαύρος δρομέας
- μαύρο φίδι
- Ιντιγκόφιδο
- Ταύρος φίδι
- Κόμπρα (Ελληνικά)
- Φίδι κοραλλιοειδές
- Μοκασίνι με βαμβακερό στόμα
- Διαμαντοκουδουνιάρα
- Λογχοκέφαλος
- φίδι με ζαρτιέρες
- Γκοφέρ φίδι
- Πράσινο φίδι
- Χοίροι με τη μύτη
- Κερασφόρος οχιά
- Ίντιγκο φίδι
- Βασιλική κόμπρα
- Βασιλικό φίδι
- Γαλατοφίδι
- Μοκασίνι
- δρομέας
- Εχίδνα
- Σαΐτα
- δρομέας
- Σκαλίθρα η κοινή
- Θαλάσσιο φίδι
- Θαλάσσιο φίδι
- οχιά
- Φίδι
- Ταϊπάν
- Οχιά
- Μοκασίνι του νερού
- Υδρόφιδο
- Τυφλή
- φίδι
Nearest Words of constrictor
- constrictor constrictor => βόας
- constringe => συστέλλω
- construal => ερμηνεία
- construct => κατασκευή
- construction => κατασκευή
- construction industry => κατασκευαστικός κλάδος
- construction paper => χαρτομαντίλι
- construction worker => Οικοδόμος
- constructive => εποικοδομητικός
- constructive breach => ουσιώδης παραβίαση
Definitions and Meaning of constrictor in English
constrictor (n)
any of various large nonvenomous snakes that kill their prey by crushing it in its coils
FAQs About the word constrictor
Φίδι που στραγγαλίζει
any of various large nonvenomous snakes that kill their prey by crushing it in its coils
οχιά,Ανάκοντα,ασπίδα,Μπόα,Μπούσμαστερ,κόμπρα,Χαλκοκεφαλή,Κόμπρα,μπάμπου,python
No antonyms found.
constrictive => συσταλτικό, constriction => στένωση, constricting => στενεύον, constricted => στενός, constrict => συσφίγγω,