Greek Meaning of cottonmouth moccasin
Μοκασίνι με βαμβακερό στόμα
Other Greek words related to Μοκασίνι με βαμβακερό στόμα
- Μαύρος δρομέας
- Ιντιγκόφιδο
- Ταύρος φίδι
- Κόμπρα (Ελληνικά)
- κόμπρα
- Φίδι κοραλλιοειδές
- Διαμαντοκουδουνιάρα
- φίδι με ζαρτιέρες
- Γκοφέρ φίδι
- Πράσινο φίδι
- Χοίροι με τη μύτη
- Ίντιγκο φίδι
- Βασιλική κόμπρα
- Βασιλικό φίδι
- Γαλατοφίδι
- Μοκασίνι
- δρομέας
- Εχίδνα
- Σαΐτα
- python
- δρομέας
- Σκαλίθρα η κοινή
- κροταλίας
- Θαλάσσιο φίδι
- Θαλάσσιο φίδι
- Μοκασίνι του νερού
- Υδρόφιδο
- Τυφλή
- οχιά
- Ανάκοντα
- ασπίδα
- μαύρο φίδι
- Μπόα
- Μπούσμαστερ
- Φίδι που στραγγαλίζει
- Χαλκοκεφαλή
- Λογχοκέφαλος
- Κερασφόρος οχιά
- Κόμπρα
- μπάμπου
- οχιά
- Ταϊπάν
- φίδι
- Φίδι
- Οχιά
Nearest Words of cottonmouth moccasin
- cottonmouth => Μπούντραικ
- cotton wool => βαμβάκι
- cotton up => βαμβάκι επάνω
- cotton thistle => Πικραλίδα
- cotton strain => Ποικιλία βαμβακιού
- cotton state => Πολιτεία του βαμβακιού
- cotton stainer => Σταφυλίτης του βάμβακος
- cotton seed => σπόροι βαμβακιού
- cotton rush => Βαμβάκι
- cotton rose => Ανθός βαμβακιού
- cottonseed => βαμβακόσπορος
- cottonseed cake => Μπάλα από σπόρους βαμβακιού
- cottonseed meal => Αλεύρι σπόρου βαμβακιού
- cottonseed oil => Έλαιο βαμβακόσπορου
- cotton-seed tree => Βαμβακόδεντρο
- cottontail => κουνέλι με ουρά από βαμβάκι
- cottontail rabbit => Μπουνί με ουρά από βαμβάκι
- cottonweed => βαμβάκι
- cottonwick => Μπαμπάκι φυτίλι
- cottonwood => λεύκη
Definitions and Meaning of cottonmouth moccasin in English
cottonmouth moccasin (n)
venomous semiaquatic snake of swamps in southern United States
FAQs About the word cottonmouth moccasin
Μοκασίνι με βαμβακερό στόμα
venomous semiaquatic snake of swamps in southern United States
Μαύρος δρομέας,Ιντιγκόφιδο,Ταύρος φίδι,Κόμπρα (Ελληνικά),κόμπρα,Φίδι κοραλλιοειδές,Διαμαντοκουδουνιάρα,φίδι με ζαρτιέρες,Γκοφέρ φίδι,Πράσινο φίδι
No antonyms found.
cottonmouth => Μπούντραικ, cotton wool => βαμβάκι, cotton up => βαμβάκι επάνω, cotton thistle => Πικραλίδα, cotton strain => Ποικιλία βαμβακιού,