Greek Meaning of cotton thistle
Πικραλίδα
Other Greek words related to Πικραλίδα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of cotton thistle
- cotton strain => Ποικιλία βαμβακιού
- cotton state => Πολιτεία του βαμβακιού
- cotton stainer => Σταφυλίτης του βάμβακος
- cotton seed => σπόροι βαμβακιού
- cotton rush => Βαμβάκι
- cotton rose => Ανθός βαμβακιού
- cotton rat => αρουραίος του βαμβακιού
- cotton plant => Βαμβάκι
- cotton on => Βαμβάκι
- cotton mouse => Ποντίκι του βαμβακιού
- cotton up => βαμβάκι επάνω
- cotton wool => βαμβάκι
- cottonmouth => Μπούντραικ
- cottonmouth moccasin => Μοκασίνι με βαμβακερό στόμα
- cottonseed => βαμβακόσπορος
- cottonseed cake => Μπάλα από σπόρους βαμβακιού
- cottonseed meal => Αλεύρι σπόρου βαμβακιού
- cottonseed oil => Έλαιο βαμβακόσπορου
- cotton-seed tree => Βαμβακόδεντρο
- cottontail => κουνέλι με ουρά από βαμβάκι
Definitions and Meaning of cotton thistle in English
cotton thistle (n)
biennial Eurasian white hairy thistle having pale purple flowers; naturalized in North America
FAQs About the word cotton thistle
Πικραλίδα
biennial Eurasian white hairy thistle having pale purple flowers; naturalized in North America
No synonyms found.
No antonyms found.
cotton strain => Ποικιλία βαμβακιού, cotton state => Πολιτεία του βαμβακιού, cotton stainer => Σταφυλίτης του βάμβακος, cotton seed => σπόροι βαμβακιού, cotton rush => Βαμβάκι,