Greek Meaning of cottonseed
βαμβακόσπορος
Other Greek words related to βαμβακόσπορος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of cottonseed
- cottonmouth moccasin => Μοκασίνι με βαμβακερό στόμα
- cottonmouth => Μπούντραικ
- cotton wool => βαμβάκι
- cotton up => βαμβάκι επάνω
- cotton thistle => Πικραλίδα
- cotton strain => Ποικιλία βαμβακιού
- cotton state => Πολιτεία του βαμβακιού
- cotton stainer => Σταφυλίτης του βάμβακος
- cotton seed => σπόροι βαμβακιού
- cotton rush => Βαμβάκι
- cottonseed cake => Μπάλα από σπόρους βαμβακιού
- cottonseed meal => Αλεύρι σπόρου βαμβακιού
- cottonseed oil => Έλαιο βαμβακόσπορου
- cotton-seed tree => Βαμβακόδεντρο
- cottontail => κουνέλι με ουρά από βαμβάκι
- cottontail rabbit => Μπουνί με ουρά από βαμβάκι
- cottonweed => βαμβάκι
- cottonwick => Μπαμπάκι φυτίλι
- cottonwood => λεύκη
- cottony => βαμβακώδης
Definitions and Meaning of cottonseed in English
cottonseed (n)
seed of cotton plants; source of cottonseed oil
cottonseed (n.)
The seed of the cotton plant.
FAQs About the word cottonseed
βαμβακόσπορος
seed of cotton plants; source of cottonseed oilThe seed of the cotton plant.
No synonyms found.
No antonyms found.
cottonmouth moccasin => Μοκασίνι με βαμβακερό στόμα, cottonmouth => Μπούντραικ, cotton wool => βαμβάκι, cotton up => βαμβάκι επάνω, cotton thistle => Πικραλίδα,