Greek Meaning of cottonseed oil
Έλαιο βαμβακόσπορου
Other Greek words related to Έλαιο βαμβακόσπορου
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of cottonseed oil
- cottonseed meal => Αλεύρι σπόρου βαμβακιού
- cottonseed cake => Μπάλα από σπόρους βαμβακιού
- cottonseed => βαμβακόσπορος
- cottonmouth moccasin => Μοκασίνι με βαμβακερό στόμα
- cottonmouth => Μπούντραικ
- cotton wool => βαμβάκι
- cotton up => βαμβάκι επάνω
- cotton thistle => Πικραλίδα
- cotton strain => Ποικιλία βαμβακιού
- cotton state => Πολιτεία του βαμβακιού
- cotton-seed tree => Βαμβακόδεντρο
- cottontail => κουνέλι με ουρά από βαμβάκι
- cottontail rabbit => Μπουνί με ουρά από βαμβάκι
- cottonweed => βαμβάκι
- cottonwick => Μπαμπάκι φυτίλι
- cottonwood => λεύκη
- cottony => βαμβακώδης
- cottony-white => Λευκό βαμβακερό
- cottrell precipitator => Ηλεκτροστατικός καθαριστής Cottrell
- cottus => Κώβιος
Definitions and Meaning of cottonseed oil in English
cottonseed oil (n)
edible oil pressed from cottonseeds
cottonseed oil ()
A fixed, semidrying oil extracted from cottonseed. It is pale yellow when pure (sp. gr., .92-.93). and is extensively used in soap making, in cookery, and as an adulterant of other oils.
FAQs About the word cottonseed oil
Έλαιο βαμβακόσπορου
edible oil pressed from cottonseedsA fixed, semidrying oil extracted from cottonseed. It is pale yellow when pure (sp. gr., .92-.93). and is extensively used in
No synonyms found.
No antonyms found.
cottonseed meal => Αλεύρι σπόρου βαμβακιού, cottonseed cake => Μπάλα από σπόρους βαμβακιού, cottonseed => βαμβακόσπορος, cottonmouth moccasin => Μοκασίνι με βαμβακερό στόμα, cottonmouth => Μπούντραικ,