Greek Meaning of constraining

περιοριστική

Other Greek words related to περιοριστική

Definitions and Meaning of constraining in English

Wordnet

constraining (s)

restricting the scope or freedom of action

FAQs About the word constraining

περιοριστική

restricting the scope or freedom of action

εξαναγκασμός,πειστικός,Επιβολή,υποχρεωτικός,προθυμος,εκβιασμός,καταναγκαστική στρατολόγηση,οδήγηση,επιτακτικός,εντυπωσιακός

επιτρέποντας,αφήνοντας,επιτρέποντας,υποστηρίζοντας,επαγωγική,μετακινούμενο,ικανοποιητικό,μιλάω (σε),νικηφόρα (πάνω),πειστικός

constrainedly => Περιοριστικά, constrained => περιορισμένος, constrain => περιορίζω, constitutive => συνιστατικό, constitutionally => Συνταγματικά,