Greek Meaning of constitutive
συνιστατικό
Other Greek words related to συνιστατικό
- ουσιαστικός
- εγγενής
- ολοκλήρωμα
- Ενδογενής
- βασικός
- συνταγματικός
- διακριτικός
- Στοιχειώδης
- θεμελιώδης
- κληρονομικός
- εγγενής
- Έμφυτος
- ενδογαμικός
- Αυτοχθόνας
- εδραιωμένος
- κληρονομημένη
- έμφυτος
- εσωτερικός
- Γηγενής
- φυσικός
- ενσωματωμένο
- χαρακτηριστικός
- συγγενής
- βαθιά ριζωμένο
- βαθιά ριζωμένος
- συνήθης
- εμπεδώνω
- εσώτερος
- εσωτερικός
- εσωτερική
- αμετανόητος
- φυσιολογικός
- περίεργος
- τακτικός
- τυπικός
- ενσύρματο
- στο αίμα κάποιου
Nearest Words of constitutive
- constitutionally => Συνταγματικά
- constitutionalize => συνταγματικοποιώ
- constitutionalist => Συνταγματιστής
- constitutionalism => Συνταγματισμός
- constitutionalise => συνταγματικοποιώ
- constitutional union party => Συνταγματικό Ενωτικό Κόμμα
- constitutional convention => Συντακτική συνέλευση
- constitutional => συνταγματικός
- constitution state => Συνταγματικό κράτος
- constitution of the united states => Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών
Definitions and Meaning of constitutive in English
constitutive (s)
constitutional in the structure of something (especially your physical makeup)
FAQs About the word constitutive
συνιστατικό
constitutional in the structure of something (especially your physical makeup)
ουσιαστικός,εγγενής,ολοκλήρωμα,Ενδογενής,βασικός,συνταγματικός,διακριτικός,Στοιχειώδης,θεμελιώδης,κληρονομικός
τυχαίος,εξωγήινος,περιττός,Εξωγενής,ξένος,τυχαίο,τυχαίος,εξωτερικός,τυχαίο,επιφανειακός
constitutionally => Συνταγματικά, constitutionalize => συνταγματικοποιώ, constitutionalist => Συνταγματιστής, constitutionalism => Συνταγματισμός, constitutionalise => συνταγματικοποιώ,