Greek Meaning of deep-rooted

βαθιά ριζωμένο

Other Greek words related to βαθιά ριζωμένο

Definitions and Meaning of deep-rooted in English

Wordnet

deep-rooted (s)

(used especially of ideas or principles) deeply rooted; firmly fixed or held

FAQs About the word deep-rooted

βαθιά ριζωμένο

(used especially of ideas or principles) deeply rooted; firmly fixed or held

βαθύς,εδραιωμένος,ριζωμένος,χρόνιος,επιβεβαιωμένο,Βαθιά ριζωμένος,Hardcore,εγγενής,οχυρωμένος,Ενδογενής

σύντομος,εφήμερος,φευγαλέος,προσωρινός,στιγμιαίος,προσωρινός,βραχυπρόθεσμος,Προσωρινός,παροδικός,Προσωρινός

deep-read => Βαθιά ανάγνωση, deep-pink => Σκούρο ροζ, deepness => βάθος, deep-mouthed => βαρύφωνος, deep-mined => εξορυγμένο σε μεγάλο βάθος,