Greek Meaning of deep-rooted
βαθιά ριζωμένο
Other Greek words related to βαθιά ριζωμένο
- βαθύς
- εδραιωμένος
- ριζωμένος
- χρόνιος
- επιβεβαιωμένο
- Βαθιά ριζωμένος
- Hardcore
- εγγενής
- οχυρωμένος
- Ενδογενής
- αμετανόητος
- ισόβιος
- επίμονος
- επίμονος
- εγκαταστημένος
- μόνιμος
- συνηθισμένος
- συνήθης
- ενσωματωμένο
- ανθεκτικός
- βαθιά ριζωμένος
- στερεός
- σταθερός
- κατεψυγμένο
- συνήθης
- σκληρός
- αυστηρός και γρήγορος
- ενσωματωμένο
- εμφυτευμένο
- Έμφυτος
- ενδογαμικός
- εμπεδωμένο
- εδραιωμένος
- έμφυτος
- εμφύσησε
- ολοκλήρωμα
- φυσικός
- τακτικός
- σετ
- τυπικός
- αμετάβλητο
- αμετάβλητος
- συνήθης
- έμφυτος
- ανεξίτηλος
Nearest Words of deep-rooted
- deep-sea => βαθιά θάλασσα
- deep-sea diver => Καταδύτης μεγάλου βάθους
- deep-seated => Βαθιά ριζωμένος
- deep-set => βαθυστόχαστος
- deep-six => βαθιά έξι
- deep-waisted => με λεπτή μέση
- deep-water => βαθιά νερά
- deepwater pipefish => Βαθύπετρος σωληνόψαρο
- deepwater squirrelfish => Βαθύβιος σκίουρος
- deep-yellow => Κίτρινο χρώμα
Definitions and Meaning of deep-rooted in English
deep-rooted (s)
(used especially of ideas or principles) deeply rooted; firmly fixed or held
FAQs About the word deep-rooted
βαθιά ριζωμένο
(used especially of ideas or principles) deeply rooted; firmly fixed or held
βαθύς,εδραιωμένος,ριζωμένος,χρόνιος,επιβεβαιωμένο,Βαθιά ριζωμένος,Hardcore,εγγενής,οχυρωμένος,Ενδογενής
σύντομος,εφήμερος,φευγαλέος,προσωρινός,στιγμιαίος,προσωρινός,βραχυπρόθεσμος,Προσωρινός,παροδικός,Προσωρινός
deep-read => Βαθιά ανάγνωση, deep-pink => Σκούρο ροζ, deepness => βάθος, deep-mouthed => βαρύφωνος, deep-mined => εξορυγμένο σε μεγάλο βάθος,