Greek Meaning of instilled

εμφύσησε

Other Greek words related to εμφύσησε

Definitions and Meaning of instilled in English

Webster

instilled (imp. & p. p.)

of Instill

FAQs About the word instilled

εμφύσησε

of Instill

ενσωματωμένο,βαθιά ριζωμένος,σταθερός,ενσωματωμένο,εμφυτευμένο,εμπεδωμένο,εδραιωμένος,εγγενής,έμφυτος,Ενδογενής

σύντομος,εφήμερος,φευγαλέος,προσωρινός,στιγμιαίος,προσωρινός,βραχυπρόθεσμος,Προσωρινός,παροδικός,Προσωρινός

instillator => σταγονοθετητής, instillation => εγκατάσταση, instill => εμφυσώ, instil => ενσταλάζω, instigator => υπαίτιος,