Greek Meaning of habitual
συνήθης
Other Greek words related to συνήθης
- χρόνιος
- εθισμένος
- επιβεβαιωμένο
- αμετανόητος
- φυσικός
- επίμονος
- τακτικός
- σειρά
- σταθερός
- πεισματάρης
- συνηθισμένος
- κατάλληλος
- γεννημένος
- έμφυτος
- βαθιά ριζωμένο
- Βαθιά ριζωμένος
- Βαμμένος στο μαλλί
- εδραιωμένος
- συνήθης
- ενδογαμικός
- επικλινής
- αδιόρθωτος
- εγγενής
- έμφυτος
- Ενδογενής
- πεισματάρης
- επιρρεπής
- Επαναλάβετε
- αμετάβλητος
- αξιόπιστος
- Μη αναπαλαιωμένος
- ανεξιλέωτος
- χρησιμοποιημένο
- συνηθισμένος
Nearest Words of habitual
Definitions and Meaning of habitual in English
habitual (s)
commonly used or practiced; usual
habitual (n.)
Formed or acquired by habit or use.
According to habit; established by habit; customary; constant; as, the habiual practice of sin.
FAQs About the word habitual
συνήθης
commonly used or practiced; usualFormed or acquired by habit or use., According to habit; established by habit; customary; constant; as, the habiual practice of
χρόνιος,εθισμένος,επιβεβαιωμένο,αμετανόητος,φυσικός,επίμονος,τακτικός,σειρά,σταθερός,πεισματάρης
διαλείπουσα,περιστασιακός,ασυνήθιστος,αχρησιμοποίητος
habiting => κατοικούμενος, habit-forming => εθιστικός, habited => κατοικημένος, habitator => βιότοπος, habitation => κατοικία,