Greek Meaning of habiting

κατοικούμενος

Other Greek words related to κατοικούμενος

Definitions and Meaning of habiting in English

Webster

habiting (p. pr. & vb. n.)

of Habit

FAQs About the word habiting

κατοικούμενος

of Habit

ένδυση,ρούχα,σάλτσα,ένδυση,ένδυση,διάταξη,στολισμός,παράφερνα,κουρτίνα,ντύσιμο

εκδύομαι,απόσυρση,Γδύσιμο,αποδιοργανωτικό,αποεπένδυση,αποκάλυψη,αποψίλωση,Γδύσιμο,ξεμάζεμα,αποκάλυψη

habit-forming => εθιστικός, habited => κατοικημένος, habitator => βιότοπος, habitation => κατοικία, habitat => βιότοπος,