Greek Meaning of cloaking
Καμουφλάζ
Other Greek words related to Καμουφλάζ
- απόκρυψη
- μεταμφιέζοντας
- κρύβοντας
- Mάσκα
- καμουφλάζ
- κάλυψη
- σκοτεινός
- προσομοίωση
- Υποκριτική
- επηρεάζοντας
- υποθέτοντας
- κουβέρτα
- προσποιούμενος
- προσποιούμενος
- επιχρύσωση
- Προσποιούμαι ότι είμαι κάποιος
- μεταμφιεσμένος
- απόκρυψη
- παίζοντας
- πόζα
- προσποίηση
- προβολή
- εξαπάτηση
- Κάλυμμα
- βερνίκωμα
- πέπλο
- ασπρισμα
- εξάλειψη
- πλαστογραφία
- κουρτίνα
- υποκριτής
- ντύσιμο
- περιβάλλων
- πλαστός
Nearest Words of cloaking
Definitions and Meaning of cloaking in English
cloaking (p. pr. & vb. n.)
of Cloak
cloaking (n.)
The act of covering with a cloak; the act of concealing anything.
The material of which of which cloaks are made.
FAQs About the word cloaking
Καμουφλάζ
of Cloak, The act of covering with a cloak; the act of concealing anything., The material of which of which cloaks are made.
απόκρυψη,μεταμφιέζοντας,κρύβοντας,Mάσκα,καμουφλάζ,κάλυψη,σκοτεινός,προσομοίωση,Υποκριτική,επηρεάζοντας
Εμφανίζοντας,εκθέτοντας,εκθέτω,προκλητικός,παρελάζω,δείχνει,αποκάλυψη,αποκαλυψις,εκθέτοντας,προδοτικός
cloakedly => Κρυφά, cloaked => Κρυμμένος, cloak-and-dagger => μανδύας και στιλέτο, cloak => Μανδύας, cloacal => κλωακός,