Greek Meaning of disguising

μεταμφιέζοντας

Other Greek words related to μεταμφιέζοντας

Definitions and Meaning of disguising in English

Webster

disguising (p. pr. & vb. n.)

of Disguise

Webster

disguising (n.)

A masque or masquerade.

FAQs About the word disguising

μεταμφιέζοντας

of Disguise, A masque or masquerade.

Καμουφλάζ,απόκρυψη,κρύβοντας,Mάσκα,σκοτεινός,προσομοίωση,καμουφλάζ,επηρεάζοντας,υποθέτοντας,κάλυψη

Αποκάλυψη,Εμφανίζοντας,εκθέτοντας,εκθέτω,προκλητικός,παρελάζω,αποκαλυπτικός,δείχνει,αποκάλυψη,αποκαλυψις

disguisement => μεταμφίεση, disguisedness => μεταμφίεση, disguisedfy => Μεταμφιεσμένος, disguised => μεταμφιεσμένος, disguise => μεταμφίεση,