Greek Meaning of concealing
απόκρυψη
Other Greek words related to απόκρυψη
Nearest Words of concealing
Definitions and Meaning of concealing in English
concealing (n)
the activity of keeping something secret
concealing (a)
covering or hiding
FAQs About the word concealing
απόκρυψη
the activity of keeping something secret, covering or hiding
ταφή,κρύβοντας,κρύβεται,εκκρίνοντας,κρύψιμο,Αποθήκευση σε προσωρινή μνήμη,ταφή,συσσώρευση,ταφή,Αποθήκευση (μακριά)
εκθέτοντας,Εμφανίζοντας,εκθέτοντας,εκθέτω,αποκαλυπτικός,δείχνει,αποκάλυψη,προκλητικός,παρελάζω,Φιγουρατζής
concealed => κρυμμένο, conceal => κρύβω, concavo-convex => κοίλα-κυρτή, concavo-concave => κοίλα-κυρτή, concavity => Κοίλωμα,