FAQs About the word stashing

κρύψιμο

something stored or hidden away, to store in a usually secret place for future use, a hiding place, hiding place

κρύβοντας,κηδεία,ταφή,Αποθήκευση σε προσωρινή μνήμη,απόκρυψη,έκκριση,ταφή,ταφή

Οθόνη,Έκθεση,έκθεση,δείχνει,παρελάζω,εκταφή,εκσκαφή

stashes => κρυψώνω, stashed => κρυμμένος, starts => αρχίζει, startles => τρομάζει, startlement => τρόμος,