FAQs About the word concealment

απόκρυψη

the condition of being concealed or hidden, a covering that serves to conceal or shelter something, the activity of keeping something secret

Αποθήκευση σε προσωρινή μνήμη,κρύβοντας,έκκριση,κρύψιμο,κηδεία,ταφή,τάφος,ταφή,ταφή

Οθόνη,Έκθεση,έκθεση,δείχνει,παρελάζω,εκταφή,εκσκαφή

concealing => απόκρυψη, concealed => κρυμμένο, conceal => κρύβω, concavo-convex => κοίλα-κυρτή, concavo-concave => κοίλα-κυρτή,