Greek Meaning of conceding

παραδεχόμενος

Other Greek words related to παραδεχόμενος

Definitions and Meaning of conceding in English

Wordnet

conceding (n)

the act of conceding or yielding

FAQs About the word conceding

παραδεχόμενος

the act of conceding or yielding

αναγνωριστικός,παραδεχόμενοι,εξομολογούμενος,Συμφωνία,επιτρέποντας,ανακοινώνω,Αποκάλυψη,παραχώρηση,αναγνωρίζοντας,αποκαλυπτικός

αρνούμενος,απόκρυψη,Απαγορεύει,αποκηρύσσοντας,αποποιούμενος,αποκήρυξη,αμφισβητώντας,κρύβοντας,αρνητικός,διάψευση

concede => παραδέχομαι, concealment => απόκρυψη, concealing => απόκρυψη, concealed => κρυμμένο, conceal => κρύβω,