Greek Meaning of professing
ομολογώντας
Other Greek words related to ομολογώντας
- υποθέτοντας
- προσποίηση
- προσομοίωση
- Υποκριτική
- επηρεάζοντας
- μπλόφα
- απόκρυψη
- πλαστογραφία
- προσποιούμενος
- πλαστός
- προσποιούμενος
- Σφυρηλάτηση
- περνώ (εξετάσεις)
- πόζα
- φορώντας
- εξαπάτηση
- καμουφλάζ
- μεταμφιέζοντας
- υποκριτής
- Μιμούμενος (masc. sing.)
- Προσποιούμαι ότι είμαι κάποιος
- αφήνοντας
- προσομοίωση
- Mάσκα
- μεταμφιεσμένος
- υποκριτική
- παίζοντας
Nearest Words of professing
- profession => επάγγελμα
- professional => επαγγελματίας
- professional association => Επαγγελματικός σύλλογος
- professional baseball => Επαγγελματικό μπέιζμπολ
- professional basketball => Επαγγελματικό μπάσκετ
- professional boxing => Επαγγελματική πυγμαχία
- professional dancer => Επαγγελματίας χορευτής
- professional football => επαγγελματικό ποδόσφαιρο
- professional golf => επαγγελματικό γκολφ
- professional golfer => Επαγγελματίας παίκτης γκολφ
Definitions and Meaning of professing in English
professing (n)
an open avowal (true or false) of some belief or opinion
FAQs About the word professing
ομολογώντας
an open avowal (true or false) of some belief or opinion
υποθέτοντας,προσποίηση,προσομοίωση,Υποκριτική,επηρεάζοντας,μπλόφα,απόκρυψη,πλαστογραφία,προσποιούμενος,πλαστός
αγνοώντας,Ελαχιστοποίηση,αγνοώντας,παραμελώ,θέα,υποτίμηση
professedly => δήθεν, professed => επαγγελματικός, profess => ομολογώ, profanity => βλασφημία, profaneness => βλασφημία,