Greek Meaning of passing (for)

περνώ (εξετάσεις)

Other Greek words related to περνώ (εξετάσεις)

Definitions and Meaning of passing (for) in English

passing (for)

to be accepted or regarded as (something)

FAQs About the word passing (for)

περνώ (εξετάσεις)

to be accepted or regarded as (something)

υποθέτοντας,προσποίηση,φορώντας,προσομοίωση,Υποκριτική,επηρεάζοντας,μπλόφα,πλαστογραφία,προσποιούμενος,πλαστός

No antonyms found.

passing (down) => (μετάδοση (κάτω)), passes over => περνάει πάνω από, passes away => πεθαίνει, passes (on) => περνάει (σε), passes => περνάει,