Greek Meaning of passed up

προσπέρασε

Other Greek words related to προσπέρασε

Definitions and Meaning of passed up in English

passed up

to let go by without accepting or taking advantage of, decline, reject

FAQs About the word passed up

προσπέρασε

to let go by without accepting or taking advantage of, decline, reject

αρνήθηκε,πέρασε,απορριφθείς,απορριπτόμενος,διστάζω για,πέταξε από πάνω,απορρίφθηκε,Απέφευξε,αρνηθεί,αποδοκιμασμένος

αποδεκτό,υιοθετημένος,εγκρίθηκε,έλαβε,συμφωνημένο (με),συμφώνησε,συμφωνήθηκε,αγκαλιάστηκε,επιλεγμένα,ανεκτή

passed over => παρέλειψε, passed out => λιποθύμησε, passed off => παρέδωσε, passed away => πέθανε, passed (over) => πέρασε (πάνω από),