Greek Meaning of refused

απορριφθείς

Other Greek words related to απορριφθείς

Definitions and Meaning of refused in English

Webster

refused (imp. & p. p.)

of Refuse

FAQs About the word refused

απορριφθείς

of Refuse

απορριπτόμενος,ακυρώθηκε,σταμάτησε,άσκησε βέτο,απαγορεύεται,αποδοκιμασμένος,αποθαρρυμένος,Εξαιρούμενος,αξιόμεμπτος,καταπιεσμένος

αποδεκτός,αποδεκτό,επιτρεπόμενο,επιτρεπόμενο,κατάλληλος,εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,πιστοποιημένο,ενέκρινε,νόμιμος

refuse heap => σκουπιδότοπος, refuse => αρνούμαι, refusal => άρνηση, refusable => απορριπτέος, refurnishment => ανακαίνιση,