Greek Meaning of repressed

καταπιεσμένος

Other Greek words related to καταπιεσμένος

Definitions and Meaning of repressed in English

Wordnet

repressed (s)

characterized by or showing the suppression of impulses or emotions

FAQs About the word repressed

καταπιεσμένος

characterized by or showing the suppression of impulses or emotions

συντηρητικός,αглуτισμένος,ήσυχος,συγκρατημένος,ήρεμος,κατάλληλος,γινόμενος,κατάλληλος,όμορφος,διακριτικός

εντυπωσιακός,φλεγόμενος,χτυπητός,φανταχτερός,φανταχτερός,δυνατός,θορυβώδης,επιδεικτικός,καλοντυμένος,σικ

repress => καταπιέζω, representment => αναπαράσταση, representer => δικηγόρος, represented => εκπροσωπούμενος, representativeness => αντιπροσωπευτικότητα,