Greek Meaning of fitting
κατάλληλος
Other Greek words related to κατάλληλος
- κατάλληλος
- κατάλληλο
- προσαρμοσμένο
- καλός
- κατάλληλος
- κατάλληλος
- αποδεκτός
- επαρκής
- εφαρμόσιμο
- κατάλληλος
- ισορροπημένος
- γινόμενος
- αρμόζων
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- προκειμένου
- συναντώ
- αναγκαίος
- όμορφος
- απαιτούμενο
- δεξιά
- ικανός
- ικανός
- Ικανός
- αρμόζων
- Σύμφωνο
- Σωστό
- κόβω
- αξιοπρεπής
- ευπρεπής
- δικαιωμένο
- αρμονικός
- μόνο
- δικαιολογημένη
- kósher
- κατάλληλος
- προϋπόθεση
- σεβαστός
- νόμιμος
- ικανοποιητικός
- πρέπουσα
- επισκευάσιμος
- ανεκτός
- εκπαιδευμένος
- ακατάλληλος
- ανεπαρκής
- μη εφαρμόσιμα
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- ανίκανος
- ανίκανος
- ασύmbato
- απρεπής
- άπρεπος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλο
- δυστυχισμένος
- ανάρμοστος
- ακατάλληλος
- λάθος
- αναντίστοιχος
- Ασυμβίβαστο
- εσφαλμένος
- απρεπής
- Άπειρος
- ατυχής
- ανυπόφορος
- ανοίκειος
- απρεπής
- απαράδεκτο
- ακατάλληλος
- απρεπής
- ακατάλληλος
- ανειδίκευτος
- ανικανοποίητος
- ανειδίκευτος
- άτεχνος
- ανεκπαίδευτος
- άχαρος
- ασύμβατος
Nearest Words of fitting
Definitions and Meaning of fitting in English
fitting (n)
making or becoming suitable; adjusting to circumstances
a small and often standardized accessory to a larger system
(usually in the plural) furnishings and equipment (especially for a ship or hotel)
putting clothes on to see whether they fit
fitting (s)
in harmony with the spirit of particular persons or occasion
being precisely fitting and right
fitting (p. pr. & vb. n.)
of Fit
fitting (n.)
Anything used in fitting up
necessary fixtures or apparatus; as, the fittings of a church or study; gas fittings.
fitting (a.)
Fit; appropriate; suitable; proper.
FAQs About the word fitting
κατάλληλος
making or becoming suitable; adjusting to circumstances, a small and often standardized accessory to a larger system, (usually in the plural) furnishings and eq
κατάλληλος,κατάλληλο,προσαρμοσμένο,καλός,κατάλληλος,κατάλληλος,αποδεκτός,επαρκής,εφαρμόσιμο,κατάλληλος
ακατάλληλος,ανεπαρκής,μη εφαρμόσιμα,ακατάλληλος,ακατάλληλος,ανίκανος,ανίκανος,ασύmbato,απρεπής,άπρεπος
fitter => τοποθετητής, fittedness => καταλληλότητα, fitted sheet => Εντοιχισμένο φύλλο, fitted out => εξοπλισμένη, fitted => προσαρμοσμένο,