Greek Meaning of serviceable
επισκευάσιμος
Other Greek words related to επισκευάσιμος
- εφαρμόσιμο
- Εφαρμοστικός
- εφαρμοσμένο
- Πρακτικός
- χρηστικό
- χρήσιμος
- Λειτουργικός
- πρακτικός
- πραγματιστής
- πρακτικός
- χρηστικό
- εφικτό
- λειτουργική
- Προσβάσιμο
- ενεργός
- ευέλικτος
- Διαθέσιμο
- βαναυσικός
- προσγειωμένος
- εργαζόμενος
- λειτουργικός
- πρακτικός
- καθημερινό
- εφικτός
- λειτουργική
- λειτουργικός
- Προσιτός
- εξαιρετικά πρακτικό
- ωφελιμιστικός
Nearest Words of serviceable
- serviceability => Συντηρησιμότητα
- service uniform => Στολή υπηρεσίας
- service tree => Οστρυά
- service stripe => Διακριτικό υπηρεσίας
- service station => βενζινοπωλείο
- service staff => Προσωπικό εξυπηρέτησης
- service routine => Ρουτίνα εξυπηρέτησης
- service road => Λωρίδα εξυπηρέτησης
- service program => Πρόγραμμα εξυπηρέτησης
- service of process => Επίδοση δικογράφου
Definitions and Meaning of serviceable in English
serviceable (a)
ready for service or able to give long service
serviceable (s)
capable of being put to good use
intended or able to serve a purpose without elaboration
serviceable (a.)
Doing service; promoting happiness, interest, advantage, or any good; useful to any end; adapted to any good end use; beneficial; advantageous.
Prepared for rendering service; capable of, or fit for, the performance of duty; hence, active; diligent.
FAQs About the word serviceable
επισκευάσιμος
ready for service or able to give long service, capable of being put to good use, intended or able to serve a purpose without elaborationDoing service; promotin
εφαρμόσιμο,Εφαρμοστικός,εφαρμοσμένο,Πρακτικός,χρηστικό,χρήσιμος,Λειτουργικός,πρακτικός,πραγματιστής,πρακτικός
αφηρημένος,ακαδημαϊκός,Ανεφάρμοστο,Ανέφικτο,μη εφαρμόσιμα,θεωρητικός,Άχρηστο,ανέφικτος,άχρηστος,ακαδημαϊκός
serviceability => Συντηρησιμότητα, service uniform => Στολή υπηρεσίας, service tree => Οστρυά, service stripe => Διακριτικό υπηρεσίας, service station => βενζινοπωλείο,