Greek Meaning of useful
χρήσιμος
Other Greek words related to χρήσιμος
- εφαρμόσιμο
- Εφαρμοστικός
- εφαρμοσμένο
- Πρακτικός
- χρηστικό
- Διαθέσιμο
- Λειτουργικός
- πρακτικός
- πραγματιστής
- πρακτικός
- επισκευάσιμος
- χρηστικό
- εφικτό
- λειτουργική
- Προσβάσιμο
- ενεργός
- ευέλικτος
- απασχολημένος
- προσγειωμένος
- εργαζόμενος
- λειτουργικός
- πρακτικός
- καθημερινό
- εφικτός
- λειτουργική
- λειτουργικός
- Προσιτός
- εξαιρετικά πρακτικό
- ωφελιμιστικός
Nearest Words of useful
Definitions and Meaning of useful in English
useful (a)
being of use or service
useful (s)
having a useful function
useful (a.)
Full of use, advantage, or profit; producing, or having power to produce, good; serviceable for any end or object; helpful toward advancing any purpose; beneficial; profitable; advantageous; as, vessels and instruments useful in a family; books useful for improvement; useful knowledge; useful arts.
FAQs About the word useful
χρήσιμος
being of use or service, having a useful functionFull of use, advantage, or profit; producing, or having power to produce, good; serviceable for any end or obje
εφαρμόσιμο,Εφαρμοστικός,εφαρμοσμένο,Πρακτικός,χρηστικό,Διαθέσιμο,Λειτουργικός,πρακτικός,πραγματιστής,πρακτικός
αφηρημένος,Ανεφάρμοστο,Ανέφικτο,μη εφαρμόσιμα,θεωρητικός,Άχρηστο,ανέφικτος,άχρηστος,ακαδημαϊκός,απρόσιτος
used-car lot => Γραφείο μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, used-car => Μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, used to => συνήθιζε, used => χρησιμοποιημένο, useableness => χρηστικότητα,