Greek Meaning of working
λειτουργική
Other Greek words related to λειτουργική
- λειτουργικός
- λειτουργική
- επιχειρησιακό
- λειτουργικός
- τρέξιμο
- ενεργός
- ζωντανός
- Λειτουργικός
- πηγαίνω
- ισχύει
- σε
- ζωντανά
- ζωντανό
- λειτουργικός
- σε λειτουργία
- απασχολημένος
- δυναμικός
- αποτελεσματικός
- πρόσφορο
- εργοδοτήσιμος
- ακμάζων
- βόμβος
- εν κίνησει
- αποδίδει
- παραγωγικός
- σερβίρισμα
- ακμάζων
- χρηστικό
- χρηστικό
- χρήσιμος
- βιώσιμος
- εφικτό
- υποχωρητικός
- σε λειτουργία
- online
- παραγωγική
- σπασμένο
- νεκρός
- αδρανής
- ανενεργός
- μη λειτουργικός
- Μη λειτουργικό
- συλληφθείς
- χέρσος
- αδρανής
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικός
- καπούτ
- εκτός λειτουργίας
- Άχρηστο
- ανέφικτος
- άχρηστος
- απενεργοποιημένο
- απόσυρση
- καππούτ
- Μη ενεργοποιημένο
- μη λειτουργικός
- μη χειρουργικός
- κοιμισμένος
- αδρανής
- αδρανής
- ανεγχείρητος
- λανθάνων
- άψυχο
- μη παραγωγικός
- αδρανής
- νυσταγμένος
- μη παραγωγικός
- φυτοζωών
- Στασιμα
Nearest Words of working
- working agreement => Σύμβαση εργασίας
- working capital => κεφάλαια κίνησης
- working class => Εργατική τάξη
- working day => Εργάσιμη ημέρα
- working dog => Σκύλος εργασίας
- working girl => Εργαζόμενη γυναίκα
- working group => Ομάδα εργασίας
- working man => Εργαζόμενος άντρας
- working memory => Μνήμη εργασίας
- working out => προπόνηση
Definitions and Meaning of working in English
working (n)
a mine or quarry that is being or has been worked
working (s)
actively engaged in paid work
adequate for practical use; especially sufficient in strength or numbers to accomplish something
adopted as a temporary basis for further work
(of e.g. a machine) performing or capable of performing
serving to permit or facilitate further work or activity
working (p. pr. & vb. n.)
of Work
working ()
a & n. from Work.
FAQs About the word working
λειτουργική
a mine or quarry that is being or has been worked, actively engaged in paid work, adequate for practical use; especially sufficient in strength or numbers to ac
λειτουργικός,λειτουργική,επιχειρησιακό,λειτουργικός,τρέξιμο,ενεργός,ζωντανός,Λειτουργικός,πηγαίνω,ισχύει
σπασμένο,νεκρός,αδρανής,ανενεργός,μη λειτουργικός,Μη λειτουργικό,συλληφθείς,χέρσος,αδρανής,αναποτελεσματικός
work-in => εργασία σε εξέλιξη, workhouses => φτωχοκομεία, workhouse => εργαστήριο, workhorse => Άλογο εργασίας, workful => εργατικός,