Greek Meaning of productive
παραγωγικός
Other Greek words related to παραγωγικός
Nearest Words of productive
- production order => εντολή παραγωγής
- production line => Γραμμή παραγωγής
- production cost => Κόστος παραγωγής
- production => παραγωγή
- product research => Έρευνα προϊόντων
- product line => Σειρά προϊόντων
- product introduction => Εισαγωγή προϊόντος
- product development => Ανάπτυξη προϊόντων
- product => προϊόν
- producer's surplus => Το πλεόνασμα του παραγωγού
- productively => παραγωγικά
- productiveness => παραγωγικότητα
- productivity => παραγωγικότητα
- product-moment correlation coefficient => Συντελεστής συσχέτισης προϊόντος-στιγμής
- proenzyme => πρωένζυμο
- prof => καθηγητής
- profanation => βεβήλωση
- profanatory => βέβηλος
- profane => βέβηλος
- profaned => βεβηλωμένος
Definitions and Meaning of productive in English
productive (a)
producing or capable of producing (especially abundantly)
having the ability to produce or originate
productive (s)
yielding positive results
marked by great fruitfulness
FAQs About the word productive
παραγωγικός
producing or capable of producing (especially abundantly), having the ability to produce or originate, yielding positive results, marked by great fruitfulness
εποικοδομητικός,δημιουργικός,αιτιατός,διαμορφωτικός,επιδραστικός
μη παραγωγικός,μη παραγωγικός,μη εποικοδομητικός
production order => εντολή παραγωγής, production line => Γραμμή παραγωγής, production cost => Κόστος παραγωγής, production => παραγωγή, product research => Έρευνα προϊόντων,