Greek Meaning of influential
επιδραστικός
Other Greek words related to επιδραστικός
Nearest Words of influential
Definitions and Meaning of influential in English
influential (a)
having or exercising influence or power
FAQs About the word influential
επιδραστικός
having or exercising influence or power
αυθεντικός,κυρίαρχος,σημαντικός,πειστικός,κυρίαρχος,εξέχον,δυναμικός,κυρίαρχος,βαρύς,Ελεγχόμενος
ανήμπορος,Αδύναμος,ανίκανος,ανίκανος,ανίσχυρος,ανίκανος
influent => Πρόσωπο με επιρροή, influencive => επιρροή, influencing => επιδραστικός, influencer => επιδραστικός, influenced => επηρεασμένο,