Greek Meaning of predominant

κυρίαρχος

Other Greek words related to κυρίαρχος

Definitions and Meaning of predominant in English

Wordnet

predominant (s)

most frequent or common

having superior power and influence

FAQs About the word predominant

κυρίαρχος

most frequent or common, having superior power and influence

μεγάλος,κυρίαρχος,ο σημαντικότερος,μεγαλύτερος,κορυφαία,κύριος,πρωτεύον,υψηλότερος,καρδινάλιος,κεντρικός

τελευταίο,λιγότερο,ανήλικος,κατώτερος,ασήμαντος,αμελητέος,δευτερεύων,ελαφρύ,υφιστάμενος,ασήμαντος

predominance => κυριαρχία, prednisone => Πρεδνιζόνη, prednisolone => Πρεδνιζολόνη, predisposition => προδιάθεση, predisposed => προδιάθετος,