Greek Meaning of negligible
αμελητέος
Other Greek words related to αμελητέος
Nearest Words of negligible
- negoce => εμπόριο
- negociate => διαπραγματεύομαι
- negotiability => διαπραγματευσιμότητα
- negotiable => Διαπραγματεύσιμο
- negotiable instrument => Διαπραγματεύσιμο μέσο
- negotiant => έμπορος
- negotiate => Διαπραγματεύομαι
- negotiated => διαπραγματευμένος
- negotiating => διαπραγμάτευση
- negotiation => διαπραγμάτευση
Definitions and Meaning of negligible in English
negligible (s)
so small as to be meaningless; insignificant
not worth considering
negligible (a.)
That may neglicted, disregarded, or left out of consideration.
FAQs About the word negligible
αμελητέος
so small as to be meaningless; insignificant, not worth consideringThat may neglicted, disregarded, or left out of consideration.
ασήμαντος,ονομαστική,ελαφρύ,ασήμαντος,κοτόπουλο,λεπτό,ασήμαντος,ανεπαίσθητος,Ασημαντος,ασήμαντος
μεγάλος,σημαντικός,σημαντικός,σοβαρός,σημαντικός,ουσιαστικός,αισθητός,συνεπακόλουθος,εμφανής,υλικό
negligently => απρόσεκτα, negligent => αμελής, negligence => αμέλεια, negligee => Νεγκλιζέ, neglige => νυχτικό,