Greek Meaning of niggling
Ενοχλητικός
Other Greek words related to Ενοχλητικός
- ονομαστική
- ασήμαντος
- ελαφρύ
- λεπτό
- ασήμαντος
- Ασημαντος
- ασήμαντος
- ασήμαντος
- θλιβερός
- αμελητέος
- ευτελής
- ασήμαντος
- ασήμαντο
- ασήμαντο
- μαστροπεία
- ασήμαντος
- ασήμαντος
- ασήμαντος
- κοτόπουλο
- Τρίχα τη βελόν
- ανεπαίσθητος
- ασήμαντος
- κατώτερος
- μικρός
- μέση τιμή
- αχρείος
- φιστίκι
- μικροπρεπής
- αδύναμος
- καβγάς
- Σαρδελάκι
- de minimis
- τσιγκουνιά
Nearest Words of niggling
Definitions and Meaning of niggling in English
niggling (s)
(informal) small and of little importance
niggling (p. pr. & vb. n.)
of Niggle
niggling (n.)
Finicky or pottering work;
minute and very careful workmanship in drawing, painting, or the like, esp. when bestowed on unimportant detail.
FAQs About the word niggling
Ενοχλητικός
(informal) small and of little importanceof Niggle, Finicky or pottering work;, minute and very careful workmanship in drawing, painting, or the like, esp. when
ονομαστική,ασήμαντος,ελαφρύ,λεπτό,ασήμαντος,Ασημαντος,ασήμαντος,ασήμαντος,θλιβερός,αμελητέος
μεγάλος,σημαντικός,σημαντικός,σοβαρός,σημαντικός,ουσιαστικός,συνεπακόλουθος,εμφανής,υλικό,σημαντικός
niggler => ξυλουργός, niggled => γκρίνιαζε, niggle => γκρίνια, nigged => δεν μεταφράστηκε, niggardy => τσιγγούνης,