Greek Meaning of peanut
φιστίκι
Other Greek words related to φιστίκι
- κοτόπουλο
- ονομαστική
- ασήμαντος
- ελαφρύ
- λεπτό
- ασήμαντος
- Ασημαντος
- ασήμαντος
- ασήμαντος
- μικρός
- θλιβερός
- αμελητέος
- Ενοχλητικός
- αχρείος
- ευτελής
- ασήμαντος
- ασήμαντο
- ασήμαντο
- μαστροπεία
- ασήμαντος
- ασήμαντος
- de minimis
- ασήμαντος
- ανεπαίσθητος
- ασήμαντος
- κατώτερος
- μέση τιμή
- μονόιππο
- μικροπρεπής
- αδύναμος
- Σαρδελάκι
Nearest Words of peanut
Definitions and Meaning of peanut in English
peanut (n)
underground pod of the peanut vine
widely cultivated American plant cultivated in tropical and warm regions; showy yellow flowers on stalks that bend over to the soil so that seed pods ripen underground
a young child who is small for his age
pod of the peanut vine containing usually 2 nuts or seeds; `groundnut' and `monkey nut' are British terms
peanut (s)
of little importance or influence or power; of minor status
peanut (n.)
The fruit of a trailing leguminous plant (Arachis hypogaea); also, the plant itself, which is widely cultivated for its fruit.
FAQs About the word peanut
φιστίκι
underground pod of the peanut vine, widely cultivated American plant cultivated in tropical and warm regions; showy yellow flowers on stalks that bend over to t
κοτόπουλο,ονομαστική,ασήμαντος,ελαφρύ,λεπτό,ασήμαντος,Ασημαντος,ασήμαντος,ασήμαντος,μικρός
μεγάλος,σημαντικός,σημαντικός,υλικό,σοβαρός,σημαντικός,ουσιαστικός,συνεπακόλουθος,εμφανής,Εξαιρετικός
pean => Πηα, pealing => ξεφλούδισμα, pealed => ξεφλουδισμένα, peal => κωδωνοκρουσία, peaky => μυτερός,