FAQs About the word peaked

κορύφωσε

somewhat ill or prone to illness, having or rising to a peakof Peak, Pointed; ending in a point; as, a peaked roof., Sickly; not robust.

Τετραγωνισμένο,κοφτερός,γερμένος,αγκάθινος,οδοντωτό,μυτερός,αιχμηρό,μυτερός,βελονοειδής,διακλαδωτός

αμβλύς,βαρετό,στρογγυλεμένο

peak season => Υψηλή περίοδος, peak => κορυφή, pea-jacket => Μπλούζα, peahen => Παγώνια, peagrit => χαλικάκι,