FAQs About the word pronged

διακλαδωτός

having prongs or tines; usually used in combination, resembling a fork; divided or separated into two branches

αγκάθινος,οδοντωτό,βελονοειδής,αιχμηρό,ακανθώδης,ακανθώδης,ακανθώδης,σαν λεπίδα,κοφτερός σαν μαχαίρι,Τετραγωνισμένο

αμβλύς,βαρετό,στρογγυλεμένο

prongbuck => Αμερικανική αντιλόπη, prong => μύτη, proneness => προδιάθεση, prone float => επιρρεπής σε επίπλευση, prone => επιρρεπής,